προμυθία

προμυθία
και ιων. τ. προμυθίη, ἡ, Α
το προνόμιο τού να μιλά κανείς πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -μυθία (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. παρα-μυθία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προμυθίη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. προμυθία …   Dictionary of Greek

  • προμύθιον — τὸ, Α [προμυθία] 1. εισαγωγή μύθου με τη μορφή ηθικού διδάγματος, παραίνεσης 2. ως κύριο όν. Προμύθιον τίτλος έργου τού Σώφρονος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”