Dictionary of Greek. 2013.
προμυθίη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. προμυθία … Dictionary of Greek
προμύθιον — τὸ, Α [προμυθία] 1. εισαγωγή μύθου με τη μορφή ηθικού διδάγματος, παραίνεσης 2. ως κύριο όν. Προμύθιον τίτλος έργου τού Σώφρονος … Dictionary of Greek